Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γλώσσημα το [γlósima] Ο49 : 1. (γλωσσ.) η μικρότερη γλωσσική ενότητα ως υπόβαθρο σε μια σημασία. 2. απαρχαιωμένη και άγνωστη λέξη που χρειάζεται ερμηνεία. 3. λέξη που σημειώνεται στο περιθώριο ή στο διάστιχο χειρογράφου παλαιότερου κειμένου με σκοπό να γίνει κατανοητό το κείμενο.
[λόγ.: 2, 3: ελνστ. γλώσσημα (διαφ. το αρχ. γλώσσημα `ακίδα βέλους΄)· 1: γαλλ. glossème < αρχ. γλῶσσ(α) + -ème = -ημα κατά το phonème = φώνημα]