Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γλύφανο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γλύφανο το [γlífano] Ο41 : εργαλείο για τη λάξευση· γλυφίδα, σμίλη. || (τεχν.) περιστρεφόμενο κοπτικό εργαλείο.

[λόγ. < ελνστ. γλύφανος ὁ, μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ. κατά τη λ. εργαλείο(;)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες