Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γλύκισμα το [γlíkizma] Ο49 : γενική ονομασία για κάθε γλυκό ή αντίστοιχο παρασκεύασμα: Στη δεξίωση θα προσφερθούν και γλυκίσματα. || ~ ήταν το φαγητό, ήταν πολύ νόστιμο.
[ελνστ. γλύκυσμα (ορθογρ. κατά τα ουδ. σε -ισμα)]
[Λεξικό Κριαρά]
- γλύκισμα το.
-
- 1)
- α) Γλυκό, γλύκισμα:
- (Προδρ. IV 404)·
- β) έδεσμα, φαγητό:
- (Γεωργηλ., Θαν. 569)·
- γ) (πιθ.) παρασκεύασμα γλυκό με θεραπευτικές και μαλακτικές ιδιότητες:
- Γλύκισμα θαυμαστόν … εις στένωσην (Ιατροσ. κώδ. υζ´).
- α) Γλυκό, γλύκισμα:
- 2) (Μεταφ.) γλύκα:
- τσ’ αγάπης τα γλυκίσματα (Φορτουν. Ιντ. β´ 104).
[μτγν. ουσ. γλύκυσμα. Η λ. και σήμ.]
- 1)