Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γλωσσοδέτης ο [γlosoδétis] Ο10 : (οικ.) 1. παροδική απώλεια της ικανότητας της ομιλίας από φόβο, συστολή ή έκπληξη: Πρόσεξε μην πάθεις γλωσσοδέτη μπροστά στην επιτροπή. M΄ έπιασε ~. || λεκτικό παιχνίδι που συνίσταται στη γρήγορη και σωστή άρθρωση δυσκολοπρόφερτων λέξεων: Nα σου πω ένα γλωσσοδέτη; «Άσπρη πέτρα ξέξασπρη κι απ΄ τον ήλιο ξεξασπρότερη». 2. ανωμαλία στην ανατομία της γλώσσας που προκαλείται από το πολύ μικρό μέγεθος του χαλινού.
[γλωσσο- + δέ(νω) -της]