Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γλωσσαμύντορας ο [γlosamíndoras] Ο5 : ειρωνικός χαρακτηρισμός για τον υπέρμαχο της καθαρεύουσας· (πρβ. καθαρευουσιάνος).
[λόγ. γλωσσαμύντ(ωρ) -ορας < γλωσσ(ο)- + αρχ. ἀμύντωρ `υπερασπιστής΄]