Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γλωσσίδα η [γlosíδa] Ο26 : (γλωσσ.) το μέρος του λάρυγγα ανάμεσα στις φωνητικές χορδές.
[λόγ. < ελνστ. γλωσσίς, γλωττίς, αιτ. -ίδα]
[Λεξικό Κριαρά]
- γλωσσίδα η.
-
- Μικρή γλώσσα:
- όφις … δικέφαλος με την πικρήν γλωσσίδα (Ιστ. Βλαχ. 2096).
[μτγν. ουσ. γλωσσίς. Η λ. και σήμ.]
- Μικρή γλώσσα: