Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γλωσσάς, επίθ.
-
- Αυθάδης:
- πεισματάρης και γλωσσάς (Συναδ. φ. 90r).
[<ουσ. γλώσσα + κατάλ. ‑άς. Βλ. και γλωσσού. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Αυθάδης:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γλωσσάς -ού -άδικο / -ούδικο [γlosás] Ε9α : (οικ.) που μιλάει πολύ και συνήθ. με αυθάδεια και θρασύτητα, που βγάζει γλώσσα, και ως ουσ.: Πρόσεξε πώς θα φερθείς, για να μην πέσεις στο στόμα αυτής της γλωσσούς.
[μσν. γλωσσάς < γλώσσ(α) 1 -άς]