Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γλωσσάκι το.
-
- Γλώσσα (θωπευτ.):
- το γλωσσάκι το ’μνοστο τούτο να πιπιλίζω (Φαλιέρ., Ιστ. 643).
[<ουσ. γλώσσα + κατάλ. ‑άκι. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Γλώσσα (θωπευτ.):