Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γλυτώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
γλυτώνω· γλυτώννω· εγλυτώνω· εκλυτώνω· λυτώνω.
  • I. Ενεργ.
    • Α´ Μτβ.
      • 1)
        • α) Σώζω:
          • η Παρθένος Μαρία τον εγλύτωκεν απού τον βυθόν της θαλάσσου (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 434
        • β) (προκ. για τόπο) ελευθερώνω:
          • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 45218).
      • 2) Ανακουφίζω, απαλλάσσω (κάπ. από κ.):
        • από του κόσμου τες φροντιές θέλεις να με γλυτώσεις (Αλφ. 1132).
      • 3) Αφήνω κάπ. να ζήσει, του χαρίζω τη ζωή:
        • (Χούμνου, Κοσμογ. 668).
      • 4) Εμποδίζω, αποτρέπω (κάπ. να κάνει κ.):
        • με γλυτώννει μεν καμμύσω (Κυπρ. ερωτ. 797).
      • 5) Καρπώνομαι, απολαμβάνω κ.:
        • πρόσποτε να απεθάνει εις τον πόλεμο και ανήρ άλλος να το λυτώσει (Πεντ. Δευτ. XX 6).
    • Β´ Αμτβ.
      • 1)
        • α) Σώζομαι, επιζώ:
          • να πάρει ψωμί, να γλυτώσει (Κατά ζουράρη 47
        • β) (με τοπ. επίρρ.) καταφεύγω κάπου επιζητώντας σωτηρία:
          • (Πεντ. Γέν. XIX 20).
      • 2) Απαλλάσσομαι (από κάπ. ή κ.):
        • απού τσι καημούς τσι τόσους να γλυτώσω; (Πανώρ. Β´ 558
        • γλύτωσ’ από σε κι έχω την λευτεριά μου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [115]).
      • 3) Ξεφεύγω, διαφεύγω:
        • ’λάφιν δεν μ’ εγλύτωνεν (Νεκρ. βασιλ. 45
        • αν εγλυτώσεις θάνατον … (Φλώρ. 1751).
      • 4) Βρίσκω λύση στα προβλήματά μου, ικανοποιούμαι:
        • στοίχιζε, για να μπορά γλυτώσεις (Φορτουν. Γ´ 519).
      • 5) Μένω στη θέση μου, συγκρατούμαι:
        • Αν έναι ’στίας συμφορά, οι πλίθοι να γλυτώσουν (Χούμνου, Κοσμογ. 423).
  • II. Μέσ.
    • 1) Γλυτώνω, σώζομαι:
      • εσείς, παιδιά μου, φεύγετε, πάτε να γλυτωθείτε (Ανακάλ. 34).
    • 2) Ανακουφίζομαι, απαλλάσσομαι:
      • να κρεμνιστώ, να γλυτωθώ εκ τούτην την καήλα (Ευγέν. 971).
    • 3) Τελειώνω, βρίσκομαι στο τέλος:
      • με το θάνατο γλυτώνεται η σκλαβιά σου (Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ´ 101).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
    • α) σώος, ζωντανός:
      • ήτονε συγχυσμένοι πώς έχουνε να φυλαχτού, να μείνου γλυτωμένοι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 47320
    • β) απείραχτος, άθικτος, ακέραιος:
      • Ο γαρ σταυρός απόμεινεν από Θεού κρυμμένος και ύστερα ευρήκαν τον κι έμεινεν γλυτωμένος (Θρ. Κύπρ. Μ 157).

[<εγλυτώνω <εκλυτώνω (LBG) <μτγν. επίθ. έκλυτος + κατάλ. ώνω. Οι τ. ννω και εγλυτώνω (Du Cange, λ. γλιτώνειν) και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. γλυτώνω). Η λ. το 12. αι., στο Meursius (όννειν) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες