Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γλυπτός, επίθ.· γλυφτός.
-
- 1) Σκαλιστός, λαξευμένος, ανάγλυφος:
- είδωλα γλυφτά (Χούμνου, Κοσμογ. 596).
- 2) (Μεταφ.) τορνευτός, καλοφτιαγμένος:
- εφαίνονταν (ενν. τα μάγουλα) γλυπτά, ολοχαριτωμένα (Θησ. ΙΒ´ [583]).
- Το ουδ. ως ουσ. = ομοίωμα, είδωλο:
- Ουδέ να κάμεις εις του λόγου σου γλυπτόν (Χριστ. διδασκ. 287).
[μτγν. επίθ. γλυπτός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Σκαλιστός, λαξευμένος, ανάγλυφος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γλυπτός -ή -ό [γliptós] Ε1 : για έργο τέχνης, τρισδιάστατο ή ανάγλυφο, που είναι λαξευμένο σε σκληρό υλικό: ~ διάκοσμος. Γλυπτό διάζωμα. || (ως ουσ.) το γλυπτό, το έργο της γλυπτικής: Tα γλυπτά του Παρθενώνα.
[λόγ. < ελνστ. γλυπτός & ελνστ. ουσιαστικοπ. ουδ. γλυπτόν (ενν. ἔργον) του επιθ. γλυπτός]