Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γλυπτικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γλυπτικός -ή -ό [γliptikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο γλύπτη και στο έργο του: Δημιουργείται μια νέα γλυπτική αντίληψη, εντελώς αντίθετη από αυτή των αρχαίων Ελλήνων.

[λόγ. < ελνστ. γλυπτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες