Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γλυκύτητα η [γlikítita] Ο28 : 1. η ιδιότητα και η αίσθηση του γλυκού, η γλυκιά γεύση· γλύκα. 2. (μτφ.) η ευχαρίστηση, η απαλότητα που προσφέρεται σε κάποια από τις αισθήσεις: H ~ της μελωδίας / του καιρού. || ειδικά για πρόσωπα, η πραότητα, η χάρη, η τρυφερότητα που απορρέει από το χαρακτήρα, τους τρόπους, τη συμπεριφορά: Σε αφοπλίζει με τη γλυκύτητά του.
[λόγ. < αρχ. γλυκύτης, αιτ. -ητα]