Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γλυκόξινος, επίθ.
-
- Που έχει γεύση γλυκιά και ξινή:
- να ζυμώσει τα κουλλίκια τα γλυκόξινα του φούρνου (Χρησμ. I 85).
[<επίθ. γλυκός + ξινός. Η λ. τον 11. αι. (LBG, ‑ξυ‑) και σήμ.]
- Που έχει γεύση γλυκιά και ξινή:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γλυκόξινος -η -ο [γlikóksinos] Ε5 : που η γεύση του είναι γλυκιά και ξινή.
[μσν. γλυκόξινος < γλυκο- 1 + ξιν(ός) -ος]