Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γλυκόλογο το [γlikóloγo] Ο41 : λόγος γλυκός, ευχάριστος και ευγενικός: Δεν έχει και κανένα ~ για μένα, μόνο φωνές και βρισιές. || (πληθ.) ερωτικά λόγια: Tην ξεμυάλισε την κοπέλα με τα γλυκόλογά του.
[γλυκο- 1 + λόγ(ος) -ο]
[Λεξικό Κριαρά]
- γλυκόλογος, επίθ.· γλυκολόγος.
-
- Που μιλάει γλυκά, γλυκομίλητος:
- (Σπαν. (Ζώρ.) V 300).
[<επίθ. γλυκός + ουσ. λόγος. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Που μιλάει γλυκά, γλυκομίλητος: