Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γλυκούτσικος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
γλυκούτσικος, επίθ.
  • (Προκ. για φρούτο) που έχει γεύση κάπως γλυκιά:
    • (Ερωτοπ. 261).

[<επίθ. γλυκός + κατάλ. ούτσικος. Η λ. στο Somav. (τζ‑) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες