Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γλυκοφιλώ [γlikofiló] & -άω Ρ10.1α : φιλώ τρυφερά, γλυκά· συνήθ. ως κατακλείδα σε επιστολές: Σε ~.
[μσν. γλυκοφιλώ < γλυκο- 1 + φιλώ]
[Λεξικό Κριαρά]
- γλυκοφιλώ.
-
- Φιλώ στοργικά, τρυφερά, με πόθο:
- είναι χρόνος να το δω (ενν. το παιδί), να το γλυκοφιλήσω (Φορτουν. Δ´ 579· Ερωτοπ. 633).
[<επίρρ. γλυκά + φιλώ. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Φιλώ στοργικά, τρυφερά, με πόθο: