Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γλυκοαίματος -η -ο [γlikoématos] Ε5 : που είναι ελκυστικός, συμπαθητικός και χαριτωμένος, που τραβά τους άλλους με τη γλυκύτητά του: ~ άνθρωπος. ~ καθώς ήταν, τον αγάπησε αμέσως ο δάσκαλος. || (οικ.): Είναι ~ και τον τσιμπάνε τα κουνούπια.
[γλυκο- 1 + αιματ- (αίμα) -ος]