Παράλληλη αναζήτηση
100 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γλυκό το [γlikó] Ο38 : ό,τι παρασκευάζεται με βάση τη ζάχαρη, το μέλι ή άλλη γλυκαντική ουσία και τρώγεται ως επιδόρπιο ή προσφέρεται ως κέρασμα· γλύκισμα: Mας κέρασε πορτοκαλάδα και ~. Έφτιαξα ένα πολύ ωραίο ~. ~ του κουταλιού, γλυκό που γίνεται από φρούτα βρασμένα μαζί με ζάχαρη και τρώγεται με μικρό κουταλάκι: ~ νεράντζι / καρυδάκι / μήλο. ~ του ταψιού, γλυκό που καλύπτεται συνήθ. με φύλλο, ψήνεται στο φούρνο και περιχύνεται με σιρόπι.
γλυκάκι το YΠΟKΟΡ. [ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. γλυκός]
- γλυκο- 1 [γliko] & γλυκό- [γlikó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & γλυκ- 1 [γlik], σε παλαιότερη σύνθεση όταν το β' συνθετικό άρχιζε από φωνήεν & (λόγ.) γλυκύ- [γli
í] : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι: 1. αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: α. είναι γλυκό στη γεύση: ~κρέμμυδο, ~πατάτα, ~ελιά· γλυκόπικρος, γλυκόχυμος· γλυκύβραστος. || (μτφ.) ~αίματος. β. είναι γλυκό, ευχάριστο στη γεύση και κατ΄ επέκταση σε όλες τις αισθήσεις: γλυκανάβλεμμα· γλυκόπιοτος· γλυκόηχος, γλυκόφωνος· ~κελαηδώ, ~τραγουδώ. 2α. γίνεται ήρεμα, απαλά ή είναι ήρεμο, απαλό αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: γλυκαρμενίζω, γλυκαναπαύομαι, ~κοιμάμαι, ~ποτίζω. β. γίνεται με τρυφερότητα, στοργή, αγάπη ή είναι τρυφερό και στοργικό αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό. ~μιλώ, ~νανουρίζω, ~ρωτώ, ~φιλώ· ~χαμόγελο· γλυκόλογο, ANT πικρόλογο. || γλυκόκαρδος. [μσν. γλυκ(ο)- θ. του επιθ. γλυκ(ός) -ο- & ελνστ. θ. γλυκ- του αρχ. επιθ. γλυκ(ύς) -ο- ως α' συνθ.: ελνστ. γλυκ-άνισο, μσν. γλυκο-ποθώ, γλυκο-φιλούσα· λόγ. αρχ. γλυκυ- θ. του επιθ. γλυκύ(ς) ως α' συνθ.: αρχ. γλυκύ-δωρος `που φέρνει γλυκά δώρα΄]
- γλυκο- 2 & γλυκ- 2, όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν & (σπάν.) γλυκοζ- [γlikoz] : (χημ.) α' συνθετικό σε οργανικές ενώσεις με αναφορά στη γλυκόζη: ~γένεση, ~γόνο. || (ιατρ.) (υπο)γλυκαιμία· γλυκοζουρία.
[λόγ. < γλυκ(ο)- 1 < διεθ. gluc(o)- < αρχ. επίθ. γλυκ(ύς) -ο- ως α' συνθ.: γλυκ-αιμία < γαλλ. glucémie· γλυκοζ-: λόγ. < γαλλ. glucos(e) = γλυκόζ(η)]
- γλυκοαίματος -η -ο [γlikoématos] Ε5 : που είναι ελκυστικός, συμπαθητικός και χαριτωμένος, που τραβά τους άλλους με τη γλυκύτητά του: ~ άνθρωπος. ~ καθώς ήταν, τον αγάπησε αμέσως ο δάσκαλος. || (οικ.): Είναι ~ και τον τσιμπάνε τα κουνούπια.
[γλυκο- 1 + αιματ- (αίμα) -ος]
- γλυκοαναπόταμον το.
-
- Ποτάμι που έρχεται από ψηλά με δροσερό και γάργαρο νερό:
- (Λίβ. (Lamb.) N 30).
[<επίθ. γλυκός + ουσ. αναπόταμον]
- Ποτάμι που έρχεται από ψηλά με δροσερό και γάργαρο νερό:
- γλυκοαπαντοχή η.
-
- Γλυκιά ελπίδα, ευχάριστη αναμονή·
- (εδώ προκ. για αγαπημένο πρόσωπο):
- Καλώς ηύρα την λυγερήν, την γλυκοαπαντοχή μου (Φλώρ. 1672).
- (εδώ προκ. για αγαπημένο πρόσωπο):
[<επίθ. γλυκός + ουσ. απαντοχή]
- Γλυκιά ελπίδα, ευχάριστη αναμονή·
- γλυκοβαστώ.
-
- Υπομένω κ. με καρτερικότητα, αγόγγυστα:
- όλα τα ενάντια … να τα γλυκοβαστούμε (Φαλιέρ., Ρίμ. 278).
[<επίρρ. γλυκά + βαστώ]
- Υπομένω κ. με καρτερικότητα, αγόγγυστα:
- γλυκόβρυτος, επίθ.
-
- (Προκ. για νερό) ευφρόσυνος, ευχάριστος:
- (Λίβ. Esc. 176).
[<επίθ. γλυκός + βρύω]
- (Προκ. για νερό) ευφρόσυνος, ευχάριστος:
- γλυκογόνο το [γlikoγóno] Ο39 : (βιοχημ.) ουσία που αποτελεί συστατικό όλων των ζωικών κυττάρων.
[λόγ. < γαλλ. glycogène < gluco- = γλυκο- 2 + -gène = -γόνος]
- γλυκογυρίζω.
-
- (Προκ. για βλέμμα) στρέφω με γλυκύτητα, με χάρη:
- (Πανώρ. Α´ 349).
[<επίρρ. γλυκά + γυρίζω. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]
- (Προκ. για βλέμμα) στρέφω με γλυκύτητα, με χάρη: