Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γλυκαντικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γλυκαντικός -ή -ό [γlikandikós] Ε1 : για ουσίες που προστίθενται σε διάφορα παρασκευάσματα με σκοπό να τους δώσουν γλυκιά γεύση. || (ως ουσ.) τα γλυκαντικά.

[λόγ. < ελνστ. γλυκαντικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες