Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γλυκανάλατος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γλυκανάλατος -η -ο [γlikanálatos] Ε5 : που δεν έχει χάρη, γοητεία· άνοστος, άχαρος: ~ άνθρωπος. Γλυκανάλατα αστεία. Γλυκανάλατοι στίχοι.

[γλυκ(ο)- 1 + ανάλατος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες