Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γλυκαίνω [γlikéno] -ομαι Ρ7.1 : 1. για κτ. που αποκτά γλυκιά γεύση: Tα σταφύλια δε γλύκαναν ακόμη. Aς φάμε ένα γλυκό να γλυκαθεί το στόμα μας. 2. (μτφ.) α. ανακουφίζω ένα σωματικό ή ψυχικό πόνο: Tου έβαλε στις πληγές αλοιφή, για να του γλυκάνει τους πόνους. Tίποτα δε γλυκαίνει τον πόνο της καρδιάς του. β. κάνω κτ. απαλό, ήπιο, απομακρύνω τη σκληρότητα· απαλύνω: Tο χαμόγελο του γλύκανε το πρόσωπο. Γλύκανε η ψυχή του από εσωτερική γαλήνη. Ο καιρός γλύκανε, έγινε ήπιος. γ. δελεάζω κπ. με κτ.: Tον γλύκαναν στην αρχή με λίγα λεφτά και τώρα τον εκμεταλλεύονται κανονικά. Kέρδισε μια δυο φορές στα χαρτιά και γλυκάθηκε. ΠAΡ Γλυκάθηκε η γριά στα σύκα
, όταν καλομάθει κανείς σε κτ.
[αρχ. γλυκαίνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- γλυκαίνω· μτχ. παρκ. γλυκαμένος· εγλυκαμένος.
-
- I. Ενεργ.
- Α´ Μτβ.
- 1) Γεννώ σε κάπ. το αίσθημα της γλυκύτητας:
- ούτε με ζαχαρόμελα ποσώς να τον γλυκάνουν (Περί ξεν. 531).
- 2)
- α) Προξενώ ευχαρίστηση, ευφραίνω:
- προς καιρόν … γλυκάνει σε (ενν. η πόρνη), ύστερον σε πικραίνει (Φυσιολ. (Legr.) 1016)·
- β) μαγεύω, γοητεύω, τέρπω:
- της ρίμης ομνοστιά γλυκαίνει του το ους του (Κυπρ. ερωτ. 14111).
- α) Προξενώ ευχαρίστηση, ευφραίνω:
- 3)
- α) Ανακουφίζω, καταπραΰνω, απαλύνω:
- Κύριε …, γλύκανε την καρδιά μου και κίνησε παρηγοριά (Φαλιέρ., Ρίμ. 299)·
- β) δίνω σε κάπ. χαρά, του διώχνω τις έγνοιες:
- να δείξει (ενν. η βασίλισσα Ευδοκία) … αγάπην εις την χώραν, να γλυκανθούν οι άνθρωποι (Χρον. Τόκκων 1270).
- α) Ανακουφίζω, καταπραΰνω, απαλύνω:
- 1) Γεννώ σε κάπ. το αίσθημα της γλυκύτητας:
- Β´ Αμτβ.
- 1) Αποκτώ γλυκιά γεύση, γίνομαι γλυκός:
- Πώς είν’ εμποριζάμενο η σφάκα να γλυκάνει …; (Κυπρ. ερωτ. 15327).
- 2)
- α) (Προκ. για πρόσωπο) γίνομαι ήπιος, πράος:
- (Ερωτόκρ. Γ´ 892)·
- β) (προκ. για τη θάλασσα) ησυχάζω, γαληνεύω:
- (Ριμ. κόρ. 600).
- α) (Προκ. για πρόσωπο) γίνομαι ήπιος, πράος:
- 3) Ανακουφίζομαι, καταπραΰνομαι:
- γλυκαίνου … τα κριτήρια σου κι οι πόνοι σου αλαφραίνου (Ιντ. κρ. θέατρ. Α´ 153).
- 1) Αποκτώ γλυκιά γεύση, γίνομαι γλυκός:
- Α´ Μτβ.
- II. (Μέσ.) νιώθω ευχαρίστηση από κ. και το επιδιώκω συχνά, καλοσυνηθίζω σε κ.:
- (Σαχλ. A´ PM 197).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = γλυκός, ήπιος, ήρεμος:
- (Φαλιέρ., Ιστ. 572).
[αρχ. γλυκαίνω. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.