Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γλυκάνισο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γλυκάνισο το [γlikániso] Ο41 : αρωματικό φυτό με τους σπόρους του οποίου αρωματίζουν διάφορα γλυκά και οινοπνευματώδη ποτά, κυρίως το ούζο.

[ελνστ. γλυκάνισον < αρχ. γλυκ(ύς) + ἄνισον < αραβ. yansum]

[Λεξικό Κριαρά]
Γλυκάνισος ο.
  • Προσωποπ. του ουσ. γλυκάνισον το (μτγν.) ή ος ο (Meursius, νησσος, και σήμ.):
    • (Πωρικ. III 44).
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες