Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γλυκάδι το [γlikáδi] Ο44 : 1. (λαϊκότρ.) το ξίδι. 2. (συνήθ. πληθ.) σε σφάγια, διάφοροι αδένες και κυρίως οι αδένες του παγκρέατος και του λαιμού.
[μσν. γλυκάδιν < ελνστ. γλυκάδιον υποκορ. του αρχ. επιθ. γλυκύς (ευφ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- γλυκάδιν το.
-
- Γλυκάδα, γλυκύτητα:
- χαριτωμένον γλυκάδιν τό είχεν ο παράδεισος (Αχιλλ. L 504).
[μτγν. ουσ. γλυκάδιν (L‑S Suppl, DGE, λ. ‑ιον), σημερ. ‑ι. Η λ. και σήμ. ποντ. (ΙΛ, λ. ‑ι)]
- Γλυκάδα, γλυκύτητα: