Παράλληλη αναζήτηση
26 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γλύκα η [γlíka] Ο25α : 1. η ιδιότητα και η αίσθηση του γλυκού, η γλυκιά γεύση· γλυκύτητα. ANT πίκρα. 2. (μτφ.) α. η σωματική και ψυχική ευχαρίστηση, η απόλαυση, η ηδονή: H ~ του φιλιού της. ΦΡ έμεινα με τη ~, την τελευταία στιγμή δεν απόλαυσα αυτό που λαχταρούσα. β. για κτ. απαλό, τρυφερό και χαριτωμένο: Έχει μια ~ στη φωνή / στο χαμόγελο. Είσαι ~! ~ μου!, έκφραση τρυφερότητας. || H ~ του καιρού, ηπιότητα. 3. (πληθ.) α. τα καλοπιάσματα: Aφού πρώτα με κατσάδιασε μετά άρχισε τις γλύκες. β. τρυφερότητες ερωτευμένων: Είναι στις γλύκες τους.
[μσν. γλύκα < γλυκ(ός) -α (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- γλύκα η.
-
- α) Γλυκειά γεύση, γλύκα:
- ’γκώνει όλον το στόμα σου και χάνεται όλη η γλύκα (Ευγέν. 997)·
- β) (μεταφ.) απόλαυση, ευχαρίστηση, ηδονή:
- έχω γλύκαν την πάσα μου πικράδαν (Κυπρ. ερωτ. 999).
[<γλυκαίνω ή <επίθ. γλυκός. Η λ. και σήμ.]
- α) Γλυκειά γεύση, γλύκα:
[Λεξικό Κριαρά]
- γλυκά, επίρρ.
-
– Βλ. και γλυκέα (I).
- 1)
- α) Με τρόπο γλυκό, με γλυκύτητα:
- (Σταυριν. 1259)·
- β) μ’ αγάπη, με τρυφερότητα:
- την μάνναν της ευρίσκει και γλυκά την χαιρετάει (Πτωχολ. Β 253)·
- γ) εγκάρδια:
- Τον δε σινιόρ Μερκούριον ο πρίντζιπος εκ την δεξιάν χείρα γλυκά τον κράτει (Κορων., Μπούας 147).
- α) Με τρόπο γλυκό, με γλυκύτητα:
- 2) Προσεκτικά:
- απέρασε τα κάτεργα … όλα γλυκά οπού δεν εβλάφτη μηδέ ένα (Χρον. σουλτ. 817).
- 3) Υποτακτικά, πειθήνια:
- δούλευσε γλυκά με την ταπεινοσύνη (Θησ. Ι´ [253]).
[<επίθ. γλυκός. Η λ. στο Somav. (λ. γλυκυά) και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γλυκάδα η [γlikáδa] Ο25α : η ιδιότητα του γλυκού. ANT πικράδα.
[μσν. γλυκάδα < γλυκ(ός) -άδα]
[Λεξικό Κριαρά]
- γλυκάδα η.
-
- 1)
- α) Γλύκα, γλυκιά γεύση:
- το μέλι … όσον το ’χεις στο στόμα σου έχεις και την γλυκάδα (Ευγέν. 995)·
- β) (μεταφ.) ευχαρίστηση, απόλαυση:
- (Φαλιέρ., Ιστ. 363)·
- γ) ομορφιά:
- τους ποιητάδες οπού έπραξαν … του κόσμου τες γλυκάδες (Περί γέρ. 10).
- α) Γλύκα, γλυκιά γεύση:
- 2) (Προκ. για έκφραση προσώπου, ματιών) γλυκύτητα:
- (Κυπρ. ερωτ. 10017), (Ερωτοπ. 615).
- 3) (Προκ. για φως λαμπάδας) απαλότητα:
- (Φαλιέρ., Ιστ. 396).
- 4) (Προκ. για τρόπο ενέργειας) ηπιότητα, τρυφερότητα:
- (Κυπρ. ερωτ. 995).
[<επίθ. γλυκός + κατάλ. ‑άδα. Η λ. στο Meursius και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γλυκάδι το [γlikáδi] Ο44 : 1. (λαϊκότρ.) το ξίδι. 2. (συνήθ. πληθ.) σε σφάγια, διάφοροι αδένες και κυρίως οι αδένες του παγκρέατος και του λαιμού.
[μσν. γλυκάδιν < ελνστ. γλυκάδιον υποκορ. του αρχ. επιθ. γλυκύς (ευφ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- γλυκάδιν το.
-
- Γλυκάδα, γλυκύτητα:
- χαριτωμένον γλυκάδιν τό είχεν ο παράδεισος (Αχιλλ. L 504).
[μτγν. ουσ. γλυκάδιν (L‑S Suppl, DGE, λ. ‑ιον), σημερ. ‑ι. Η λ. και σήμ. ποντ. (ΙΛ, λ. ‑ι)]
- Γλυκάδα, γλυκύτητα:
[Λεξικό Κριαρά]
- γλυκάζω· μτχ. παρκ. γλυκασμένος.
-
- Δίνω γλυκύτητα:
- της σελήνης έλαμψεν το χρυσαυγές γλυκάζον (Καλλίμ. 2196).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = γλυκός, ήπιος:
- γλυκασμένη την καρδίαν μου την καμένην (Συναξ. γυν. 769).
[μτγν. γλυκάζω. Η μτχ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]
- Δίνω γλυκύτητα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γλυκαιμία η [γlikemía] Ο25 : (φυσιολ.) το επίπεδο της γλυκόζης στο αίμα.
[λόγ. < γαλλ. glucémie < gluc(o)- = γλυκ(ο)- 2 + αρχ. αxμ(α) -ie = -ία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γλυκαίνω [γlikéno] -ομαι Ρ7.1 : 1. για κτ. που αποκτά γλυκιά γεύση: Tα σταφύλια δε γλύκαναν ακόμη. Aς φάμε ένα γλυκό να γλυκαθεί το στόμα μας. 2. (μτφ.) α. ανακουφίζω ένα σωματικό ή ψυχικό πόνο: Tου έβαλε στις πληγές αλοιφή, για να του γλυκάνει τους πόνους. Tίποτα δε γλυκαίνει τον πόνο της καρδιάς του. β. κάνω κτ. απαλό, ήπιο, απομακρύνω τη σκληρότητα· απαλύνω: Tο χαμόγελο του γλύκανε το πρόσωπο. Γλύκανε η ψυχή του από εσωτερική γαλήνη. Ο καιρός γλύκανε, έγινε ήπιος. γ. δελεάζω κπ. με κτ.: Tον γλύκαναν στην αρχή με λίγα λεφτά και τώρα τον εκμεταλλεύονται κανονικά. Kέρδισε μια δυο φορές στα χαρτιά και γλυκάθηκε. ΠAΡ Γλυκάθηκε η γριά στα σύκα
, όταν καλομάθει κανείς σε κτ.
[αρχ. γλυκαίνω]