Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γλοιώδης -ης -ες [γlióδis] Ε11 : 1. που έχει υφή λιπαρή και που προκαλεί την αηδία. 2. (μτφ. για πρόσ.) που η συμπεριφορά του είναι ύπουλη, χυδαία και αναξιοπρεπής: Γλοιώδες υποκείμενο. ~ χαρακτήρας. Γλοιώδες χαμόγελο.
[λόγ. < ελνστ. γλοιώδης `με λιπαρό κατακάθι΄, αρχ. σημ.: `κολλώδης΄]