Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γλιστρίδα η [γlistríδa] Ο26 : μικρό ποώδες φυτό που τρώγεται ωμό στη σαλάτα· αντράκλα. ΦΡ ~ έφαγε, για κπ. που φλυαρεί ακατάπαυστα.
[γλίστρ(α) -ίδα (πρβ. μσν. γλιστρίδα `είδος σκουληκιού΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- γλιστρίδα (I) η.
-
- Το σκουλήκι της γης, ο γεωσκώληκας:
- τα έντερα της γης, ήγουν τας γλιστρίδας, τα σκωλήκια (Σταφ., Ιατροσ. 7198).
[<γλιστρώ ή γλίστρα + κατάλ. ‑ίδα. Η λ. στο LBG. Πβ. ΙΛ, λ. γλίστρα 8-9, γλιστριά 3 κ.ά.]
- Το σκουλήκι της γης, ο γεωσκώληκας:
[Λεξικό Κριαρά]
- γλιστρίδα (II) η,
- βλ. γλυστρίδα.