Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γλιστερός -ή -ό [γlisterós] Ε1 : που επάνω του μπορεί κανείς εύκολα να γλιστρήσει: Tα σκαλοπάτια ήταν βρεγμένα και γλιστερά. Γλιστερό πάτωμα. ~ δρόμος.
[*γλιστρερός < γλιστρ(ώ) -ερός με ανομ. αποβ. του πρώτου [r] ]