Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γλιστερός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γλιστερός -ή -ό [γlisterós] Ε1 : που επάνω του μπορεί κανείς εύκολα να γλιστρήσει: Tα σκαλοπάτια ήταν βρεγμένα και γλιστερά. Γλιστερό πάτωμα. ~ δρόμος.

[*γλιστρερός < γλιστρ(ώ) -ερός με ανομ. αποβ. του πρώτου [r] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go