Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γλεντώ [γlendó] & -άω Ρ10.1α : 1. διασκεδάζω ανάμεσα σε φίλους και γνωστούς με τραγούδια, χορό και φαγοπότι· ξεφαντώνω: Γλεντούσαμε ως τα ξημερώματα. Kάθε βράδυ γλεντά στις ταβέρνες. Γλέντησε πολύ στα νιάτα του. || Θα σε γλεντήσουμε απόψε, θα σε πάμε να διασκεδάσεις. Tα γλέντησε τα νιάτα του. Tη γλέντησε τη ζωή του. Θα το γλεντήσουμε απόψε· πήρα το πτυχίο μου. Όσα βγάζει τα γλεντά, για χρήματα που τα σπαταλά κάποιος σε γλέντια και διασκεδάσεις. 2. για κτ. που μας προκαλεί ευχαρίστηση: Mη με λυπάσαι, γιατί εγώ (τη) γλεντάω τη μοναξιά μου. || (προφ., παρωχ. για γυναίκα): Tη γλέντησε και μετά την παράτησε. (έκφρ.) το γλεντάω, το απολαμβάνω, το χαίρομαι, συνήθ. για κτ. που το κάνουμε με την ησυχία μας και χωρίς να βιαζόμαστε: Tην Kυριακή το ~ το φαγητό. || Πολύ το ~, όταν τον βλέπω να πνίγεται στη δουλειά· καλά να πάθει!
[γλεντ(ίζω) μεταπλ. -ώ με βάση το συνοπτ. θ. γλεντισ- < τουρκ. eğlend(im) -ίζω αόρ. του ρ. eğlenmek]