Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γλεντζές ο [γlendzés] Ο13 θηλ. γλεντζού [γlendzú] Ο37 : αυτός που αγαπά τα γλέντια και τις διασκεδάσεις, που του αρέσει να γλεντάει: Ήταν πρώτος ~ και πρώτος μερακλής. Ήταν χαρακτηριστικός τύπος γλεντζέ. || (επέκτ.) εύθυμος και ευχάριστος χαρακτήρας.
[τουρκ. eğlence `διασκέδαση΄ -ς με αποβ. του αρχικού άτ. φων.· γλεντζ(ές) -ού]