Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γλάρος ο [γláros] Ο18 : θαλασσινό πουλί που ζει στις ακτές: Οι γλάροι κάνουν τις φωλιές τους στις σχισμές των βράχων.
γλαράκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. γλάρος < αρχ. λάρος (ανάπτ. [γ] για διευκόλυνση της άρθρ. κατά τη συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. τον λάρο: [ton-l > toŋgl > γl], πρβ. γλαρός)]
[Λεξικό Κριαρά]
- γλάρος ο.
-
- Το πουλί γλάρος:
- ο γλάρος σε νησόπουλον, η χήνα στα λιβάδια (Πουλολ. ΑΖ 131).
[<αρχ. ουσ. λάρος. Η λ. στο LBG, στο Somav. και σήμ.]
- Το πουλί γλάρος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γλαρός -ή -ό [γlarós] Ε1 : (λογοτ.) κυρίως για μάτια που είναι υγρά και λαμπερά, ηδυπαθή και ονειροπόλα.
[αρχ. ἱλαρός `χαρούμενος΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. (ανάπτ. [γ] για διευκόλυνση της άρθρ. κατά τη συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. τον λαρό: [ton-l > toŋgl > γl], πρβ. γλάρος)]