Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γλαδιόλα η [γlaδjóla] Ο25 : καλλωπιστικό φυτό με λογχοειδή μυτερά φύλλα και όρθιο ανθοφόρο στέλεχος. || το λουλούδι.
[γλαδίολος, μεταπλ. σε θηλ. κατά το βιόλα 2]