Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γλαδίολος ο [γlaδíolos] Ο20 : (λόγ.) η γλαδιόλα.
[λόγ. < νλατ. gladiol(us) (στη νέα σημ.) -ος < λατ. gladiolus `σπαθάκι, γλαδιόλα΄ (ορθογρ. δαν.) (πρβ. ελνστ. γλαδίολον < λατ. gladiolum)]