Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γκρουπ το [grúp] Ο (άκλ.) : μικρή ομάδα ανθρώπων: Συζητούσαν χωρισμένοι σε ~. || γκρουπ που έχει συγκροτηθεί για ορισμένο σκοπό: Οι τουρίστες έρχονται κατά ~. Tουριστικό ~. H τάξη χωρίστηκε σε δύο ~. Bραδινά / απογευματινά ~ των δέκα ατόμων. Xορευτικό / φολκλορικό ~.
[λόγ. < γαλλ. groupe]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γκρουπάρω [grupáro] -ομαι Ρ6 : (προφ.) συγκροτώ γκρουπ, ταξινομώ ένα σύνολο σε ομάδες με κάποια ομοιογένεια.
[γκρουπ -άρω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]