Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γκρινιάζω [grinázo] Ρ2.2α : εκδηλώνω δυσφορία που συνήθ. προέρχεται από μια, χωρίς σοβαρό λόγο, εριστική διάθεση, παραπονιέμαι συνέχεια, μουρμουρίζω: Όλο γκρινιάζει, με τίποτα δεν είναι ευχαριστημένος. Γκρινιάζει συνέχεια με τη γυναίκα του, μαλώνει. || Γκρινιάζει το μωρό, κλαίει και μουρμουρίζει χωρίς λόγο.
[ιταλ. (διαλεκτ.) grign(are) `δείχνω τα δόντια από οργή΄ -άζω (ιταλ. digrignare)]
[Λεξικό Κριαρά]
- γκρινιάζω· ?αγρινιάζω· γρινιάζω.
-
- Δυσανασχετώ, σκυθρωπιάζω, γκρινιάζω:
- φωνιάζουσι (ενν. οι γυναίκες), γρινιάζου και μανίζου (Πανώρ. Β´ 10).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = κατσουφιασμένος, κακόκεφος, σκυθρωπός:
- (Ερωτόκρ. Β´ 1485)·
- (μεταφ.):
- Σαν περιστέρες όντε δου … την Ανατολή θαμπή, τη Δύση γρινιασμένη (Ερωτόκρ. Δ´ 1826).
[πιθ. <γρυνίζω (βλ. ά.) ή <ουσ. γκρίνια + κατάλ. ‑άζω· πβ. και διαλεκτ. ιταλ. grignare (Battaglia). Ο τ. γρι‑ στο Βλάχ. (γροι‑) και σήμ. Η λ. και σήμ.]
- Δυσανασχετώ, σκυθρωπιάζω, γκρινιάζω: