Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γκριμάτσα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γκριμάτσα η [grimátsa] Ο25α : αθέλητη ή ηθελημένη σύσπαση των μυών του προσώπου που προκαλεί στιγμιαία παραμόρφωση των χαρακτηριστικών· μορφασμός: Tα παιδιά γελούσαν με τις γκριμάτσες του κλόουν. Kάνω μια ~, δείχνω τη δυσαρέσκειά μου για κπ. ή για κτ. Όταν του είπαν να βγει έξω, έκανε μια ανεπαίσθητη ~.

[γαλλ. grim(ace) -άτσα ή αναλ. προς τη λ. φάτσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go