Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γκρι
14 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γκρι [grí] Ε (άκλ.) : που το χρώμα του είναι ανάμεσα στο άσπρο και στο μαύρο: ~ κουστούμι / παπούτσια. ~ φόρεμα. || (ως ουσ.) το γκρι, το γκρι χρώμα. ~ σκούρο / ανοιχτό. ~ αρζάν, γκρι με ασημένιες ανταύγειες. ~ σουρί, σκούρο γκρι. Ήρθε ντυμένη στα ~ από πάνω ως κάτω.

[λόγ. < γαλλ. gris]

[Λεξικό Κριαρά]
γκρι-γκρι το.
  • Γκρίνια (αδιάκοπη):
    • θέλεις έχει το γκρι-γκρι ταχιά κι αργά και πάντα (Δεφ., Λόγ. 553).

[<γκρινιάζω, σαν ηχοπ. λ. Απ. και σήμ. λαϊκ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γκριζάρω [grizáro] Ρ6α μππ. γκριζαρισμένος : γίνομαι γκρίζος: Tα μαλλιά του άρχισαν να γκριζάρουν στους κροτάφους.

[γκρίζ(ος) -άρω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γκριζομάλλης -α -ικο [grizomális] Ε9 : που έχει γκρίζα μαλλιά: ~ κύριος. || (ως ουσ.).

[γκρίζ(ος) -ο- + -μάλλης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γκρίζος -α -ο [grízos] Ε4 : 1. που έχει γκρι χρώμα: Γκρίζα μαλλιά / μάτια. ~ ουρανός, συννεφιασμένος. ΦΡ γκρίζα διαφήμιση, που γίνεται με συγκαλυμμένο και αντιδεοντολογικό τρόπο. || (ως ουσ.) το γκρίζο: Tο άσπρο, το μαύρο και το γκρίζο είναι χρώματα ουδέτερα. 2. (μτφ.) για απαισιόδοξη διάθεση: Tα βλέπει όλα γκρίζα.

[βεν. griso ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γκριλ το [gríl] Ο (άκλ.) : εξάρτημα του φούρνου της ηλεκτρικής κουζίνας σε σχήμα σπιράλ που πυρακτώνεται και ψήνει κυρίως κρέατα ή ψάρια.

[λόγ. < αγγλ. grill]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γκριμάτσα η [grimátsa] Ο25α : αθέλητη ή ηθελημένη σύσπαση των μυών του προσώπου που προκαλεί στιγμιαία παραμόρφωση των χαρακτηριστικών· μορφασμός: Tα παιδιά γελούσαν με τις γκριμάτσες του κλόουν. Kάνω μια ~, δείχνω τη δυσαρέσκειά μου για κπ. ή για κτ. Όταν του είπαν να βγει έξω, έκανε μια ανεπαίσθητη ~.

[γαλλ. grim(ace) -άτσα ή αναλ. προς τη λ. φάτσα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γκρίνια η [grína] Ο25α : εκδήλωση δυσφορίας που προέρχεται συνήθ. από μια, χωρίς σοβαρό λόγο, εριστική διάθεση· μουρμούρα· (πρβ. μεμψιμοιρία): Άσε την ~ τώρα κι έλα να φάμε. Bρίσκω την ~ του τελείως αδικαιολόγητη. Mε τις πρώτες δυσκολίες άρχισαν και οι γκρίνιες. (έκφρ.) όπου φτώχεια* και ~. || (για το μωρό που κλαψουρίζει και διαμαρτύρεται συνέχεια): Είναι όλο ~ το μωρό σήμερα.

[γκρινι(άζω) -α (αναδρ. σχημ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
γκρίνια η· γρίνια.
  • Εριστική διάθεση, μεμψιμοιρία:
    • με γρίνια μην ιδεί κιανείς ποτέ σου την κοπέλα (Κατζ. Β´ 330).

[<γκρινιάζω (βλ. ά.) ή <διαλεκτ. ιταλ. grigna. Ο τ. στο Βλάχ. (λ. γροί‑) και σήμ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γκρινιάζω [grinázo] Ρ2.2α : εκδηλώνω δυσφορία που συνήθ. προέρχεται από μια, χωρίς σοβαρό λόγο, εριστική διάθεση, παραπονιέμαι συνέχεια, μουρμουρίζω: Όλο γκρινιάζει, με τίποτα δεν είναι ευχαριστημένος. Γκρινιάζει συνέχεια με τη γυναίκα του, μαλώνει. || Γκρινιάζει το μωρό, κλαίει και μουρμουρίζει χωρίς λόγο.

[ιταλ. (διαλεκτ.) grign(are) `δείχνω τα δόντια από οργή΄ -άζω (ιταλ. digrignare)]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες