Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γκρενά [grená] Ε (άκλ.) : που έχει απόχρωση σκούρου κόκκινου χρώματος: Ύφασμα / φόρεμα ~. || (ως ουσ.) το γκρενά, το γκρενά χρώμα.
[λόγ. < γαλλ. grenat]