Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γκρεμνός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γκρεμνός ο [gremnós] Ο17 : (λογοτ., λαϊκότρ.) γκρεμός.

[μσν. γκρεμνός < αρχ. κρημνός (ηχηροπ. [k > g] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-k > toŋg > g], [i > e] αναλ. προς τη λ. γκρεμίζω)]

[Λεξικό Κριαρά]
γκρεμνός ο· γκρέμνο το· γκρεμνό το· γρέμνο το· γρεμνός· εγκρεμνό(ν) το· εγκρεμνός· ?εγκρεμό(ν) το· εγκρεμός· εγρεμνός· εγρεμός· ?εκρεμνόν το· εκρεμνός· κρεμμός· κρέμνο το· κρεμνό(ν) το· κρεμνός· κρημνό(ν) το· κρημνός.
  • Τόπος απόκρημνος, κακοτοπιά, γκρεμός:
    • (Ερωτόκρ. Α´ 716
    • (μεταφ.):
      • εις τι εκρεμνόν ενέπεσεν κακώσεως η ψυχή μου (Λίβ. N 1751).

[<αρχ. ουσ. κρημνός. Ο τ. κρεμνός στο Βλάχ. Η λ. και διάφ. τ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες