Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γκρίζος -α -ο [grízos] Ε4 : 1. που έχει γκρι χρώμα: Γκρίζα μαλλιά / μάτια. ~ ουρανός, συννεφιασμένος. ΦΡ γκρίζα διαφήμιση, που γίνεται με συγκαλυμμένο και αντιδεοντολογικό τρόπο. || (ως ουσ.) το γκρίζο: Tο άσπρο, το μαύρο και το γκρίζο είναι χρώματα ουδέτερα. 2. (μτφ.) για απαισιόδοξη διάθεση: Tα βλέπει όλα γκρίζα.
[βεν. griso -ς]