Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γκρέμισμα το [grémizma] Ο49 : α. η ενέργεια του γκρεμίζω: Aύριο θα τελειώσει το ~ του σπιτιού, η κατεδάφιση. Tο ~ των ειδώλων. β. το αποτέλεσμα του γκρεμίζω, συνήθ. πληθ. τα ερείπια.
[γκρεμισ- (γκρεμίζω) -μα]