Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γκουβέρνο το [guvérno] & κουβέρνο το [kuvérno] Ο39 : (παρωχ.) η κυβέρνηση.
[αντδ. < ιταλ. goberno < λατ. gubernum < guberno < αρχ. κυβερνῶ, [o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] · τροπή [g > k] αναλ. προς αρσ. και θηλ. με παρόμοια εναλλ.: γκαμήλα - καμήλα]
[Λεξικό Κριαρά]
- γκουβέρνο το· γοβέρνο· κουβέρνον.
-
- 1) Διακυβέρνηση:
- (Μαχ. 30612).
- 2) Φρ. έχω το γκουβέρνο μου = έχω τη διακυβέρνηση ή τη φροντίδα για κ.:
- (Στάθ. Β´ 282).
[<βεν. - ιταλ. governo, παλαιότ. guberno. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Διακυβέρνηση: