Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γκολ το [gól] Ο (άκλ.) : επιτυχία που σημειώνει μια ομάδα ποδοσφαίρου, όταν η μπάλα περάσει τη νοητή γραμμή της εστίας.
γκολάκι το YΠΟKΟΡ: Φάγανε τρία γκολάκια κι ησυχάσανε! γκολάρα η MΕΓΕΘ για ιδιαίτερα θεαματικό γκολ. [αγγλ. goal (προφ. [gowl], ως επιφ. προφ.: [gol] με μακρό [o] )· γκολ -άρα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γκολκήπερ ο [golkíper] Ο (άκλ.) : τερματοφύλακας.
[αγγλ. goalkeeper με επίδρ. του γκολ (δες λ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γκολτζής ο [goldzís] Ο8 : στο ποδόσφαιρο, παίχτης ικανός να εκτελεί δυνατά και αποτελεσματικά σουτ· σουτέρ.
[γκολ -τζής]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γκολφ το [gólf] Ο (άκλ.) : 1. (αθλ.) παιχνίδι ανοιχτού χώρου στο οποίο οι παίχτες με ειδικά μπαστούνια προσπαθούν, με όσο το δυνατόν λιγότερα χτυπήματα, να ρίξουν την μπάλα μέσα σε διαδοχικές τρύπες ενός κατάλληλα διαμορφωμένου γηπέδου. || Mίνι ~, παιχνίδι που μιμείται το γκολφ και παίζεται σε μικρές πίστες. 2. Παντελόνι ~, ειδικό τρουακάρ παντελόνι που σουρώνει κάτω από το γόνατο.
[λόγ. < αγγλ. golf]
[Λεξικό Κριαρά]
- γκόλφι(ν) το,
- βλ. εγκόλπιον.