Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γκλασάρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γκλασάρω [glasáro] & γλασάρω [γlasáro] Ρ6α μππ. γκλασαρισμένος & γλασαρισμένος : καλύπτω με γκλάσο ένα γλύκισμα.

[ιταλ. glassar(e) -ω· λόγ. επίδρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες