Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γκιούμι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γκιούμι το [gúmi] Ο44 : μεταλλικό δοχείο με λαβή και με λαιμό που στενεύει.

[τουρκ. güğüm (χαλαρή άρθρ. του [ğ] στα τουρκ.) με απλοπ. των δύο όμ. φων.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες