Παράλληλη αναζήτηση
17 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γκι το [gí] Ο (άκλ.) : φυτό που ζει ως παράσιτο επάνω στα κλαδιά ορισμένων δέντρων και έχει μικρούς άσπρους κολλώδεις καρπούς: Xριστουγεννιάτικος στολισμός με ~.
[λόγ. < γαλλ. gui]
- γκιαούρης ο [gaúris] Ο11 θηλ. γκιαούρισσα [gaúrisa] Ο27 : (υβρ.) ο μη μουσουλμάνος, ο άπιστος, ως χαρακτηρισμός των χριστιανών από τους Tούρκους.
[τουρκ. gâvur (χαλαρή άρθρ. του [v] στα τουρκ.) -ης μειωτ. για τους μη μουσουλμάνους < περσ. gäbr `πυρολάτρης΄· γκιαούρ(ης) -ισσα]
- γκιαούρης ο· γιαούρης· καβούρ· καούρ.
-
- (Υβριστ. για χριστιανούς) μη μουσουλμάνος, άπιστος:
- (Μαρκάδ. 508).
[<τουρκ. gâvur. Η λ. και σήμ.]
- (Υβριστ. για χριστιανούς) μη μουσουλμάνος, άπιστος:
- γκιλοτίνα η [gilotína] Ο25 : η λαιμητόμος.
[παλ. ιταλ. ghilottina < γαλλ. guillotine < ανθρωπων. Guillotin (όν. γιατρού που την επινόησε για ανθρωπιστικούς λόγους)]
- Γκιμπιλίνος ο,
- βλ. Γιμπελίνος.
- γκινέα η [ginéa] Ο25 : παλαιό χρυσό αγγλικό νόμισμα που η αξία του ήταν ίση με είκοσι ένα σελίνια.
[ιταλ. ghinea < γαλλ. guinea < αγγλ. guinea]
- γκίνια η [gí
a] Ο25α : κακοτυχία, αναποδιά στα χαρτιά. ANT ρέντα: Είχα μεγάλη ~ χτες βράδυ. Mωρέ ~ απόψε! || (έκφρ.) έσπασε / θα σπάσει η ~, θα έρθουν καλύτερες μέρες. [ιταλ. ghigna]
- γκιόνης ο [gónis] Ο11 : νυκτόβιο πουλί που ανήκει στην ίδια οικογένεια με την κουκουβάγια και που ονομάζεται έτσι από το χαρακτηριστικό ήχο της φωνής του.
[αλβ. gjion -ης]
- γκιόσα η [gósa] Ο25α : 1. (λαϊκότρ.) κατσίκα με μαύρη ράχη και μαύρα πλευρά, άσπρη κοιλιά και άσπρες γραμμές στο πρόσωπο. 2. (μτφ., υβρ.) για άσχημη γυναίκα μεγάλης ηλικίας ή για γυναίκα δύστροπη.
[βλάχ. ghes(ŭ) `μαύρη γίδα με καστανές ρίγες΄ -α]
- γκιόστρα η· ζούστρα· τζόστρα· τζούστα· τζούστρα· τζούστρια.
-
- Μονομαχία εφίππων, κονταροχτύπημα:
- Ρέντες και τζούστρες έπαιζε και τσάκιζε κοντάρια (Κορων., Μπούας 8).
[<ιταλ. giostra (παλαιότ. giosta). Οι τ. <παλαιότ. γαλλ. jouste, joste, jostre (Kahane, GR II 97). Ο τ. τζούστρα στο Meursius. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. γιό‑· βλ. και Puchner, Ηπειρ. Χρον. 31, 1994, 107-63, ΒΖ 91, 1998, 435-70)]
- Μονομαχία εφίππων, κονταροχτύπημα: