Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γκεσταπίτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γκεσταπίτης ο [gestapítis] Ο10 θηλ. γκεσταπίτισσα [gestapítisa] Ο27 : Γερμανός που υπηρετούσε στην γκεστάπο. || (υβρ.) για όργανο της τάξεως.

[γκεστάπ(ο) -ίτης· γκεσταπίτ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες