Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γκελ
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γκελ το [gél] Ο (άκλ.) : το αναπήδημα που κάνει ένα ελαστικό αντικείμενο, όταν χτυπά στο έδαφος· γκέλα: Tο μπαλάκι έκανε ~ και τινάχτηκε πάνω από το φράχτη. || κάθε ανάλογο αναπήδημα: Tο βότσαλο έκανε τρία ~ πάνω στο νερό. γκελάκι το YΠΟKΟΡ.

[ίσως τουρκ. gel `έλα΄ προστ. του ρ. gelmek `έρχομαι΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γκέλα η [géla] Ο25 : 1. το γκελ. ΦΡ κάνω γκέλες, κάνω μεγάλη εντύπωση στους άλλους. 2. ζαριά στο τάβλι που δεν επιτρέπει στον παίχτη να παίξει. || αποτυχία στο τάβλι και με επέκταση αποτυχία.

[τουρκ. gele (στη σημ. 2) -α, μέσω του πληθ. γκέλες]

[Λεξικό Κριαρά]
γκελάτης ο,
βλ. τζελάτης.
[Λεξικό Κριαρά]
γκελόζος, επίθ.
  • Ζηλιάρης:
    • (Μπερτολδίνος 97).

[<ιταλ. geloso]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες