Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γκαρσόνι το [garsóni] Ο44 & γκαρσόν το [garsón] Ο (άκλ.) θηλ. γκαρσόνα [garsóna] Ο26 : υπάλληλος σε καφενείο, ταβέρνα, εστιατόριο κτλ. που ασχολείται με το σερβίρισμα των πελατών· σερβιτόρος: Δουλεύει ~. Γκαρσόν, το λογαριασμό!
[γαλλ. garçon -ι· λόγ. < γαλλ. garçon· γκαρσόν(ι) -α]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γκαρσονιέρα η [garsonéra] Ο25α : μικρό διαμέρισμα ενός δωματίου: Nοίκιασε μια ~ για τις παράνομες ερωτικές συναντήσεις του.
[λόγ. < γαλλ. garçonnièr(e) -α]