Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γκαρσονιέρα η [garsonéra] Ο25α : μικρό διαμέρισμα ενός δωματίου: Nοίκιασε μια ~ για τις παράνομες ερωτικές συναντήσεις του.
[λόγ. < γαλλ. garçonnièr(e) -α]