Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γκαρνταρόμπα η [gardaróba] Ο25α : 1. ιδιαίτερος χώρος σε θέατρα, κινηματογράφους, κέντρα κτλ., όπου αφήνει κανείς μπαίνοντας το παλτό του, το καπέλο του, κτλ.· βεστιάριο. || σε σπίτι, έπιπλο ή χώρος όπου κρεμούν τα παλτά κτλ. 2. το σύνολο των ρούχων που έχει κάποιος: Ένα μαύρο φόρεμα δεν πρέπει να λείπει από την ~ σας. Πρέπει να ανανεώσω την ~ μου.
[ιταλ. guardaroba (πρβ. μσν. γαρδερόμπα < γαλλ. garde-robe)]